- ευφάνταστος
- imaginatif
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εὐφάνταστος — imaginative masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφάνταστος — η, ο (Α εὐφάνταστος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα αρχ. 1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός 2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να… … Dictionary of Greek
ευφάνταστος — η, ο 1. αυτός που έχει πλούσια φαντασία, επινοητικός. 2. αυτός που φαντάζεται ανυπόστατα πράγματα: Ταπαιδιά είναι ευφάνταστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐφάνταστον — εὐφάνταστος imaginative masc/fem acc sg εὐφάνταστος imaginative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφάνταστοι — εὐφάνταστος imaginative masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
καλοφάνταστος — και καλοφάνταχτος, η, ο 1. αυτός που έχει ζωηρή, πλούσια φαντασία, ευφάνταστος 2. (για πράγματα) αυτός που έχει ζωηρή, ποικιλόχρωμη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + φαντάζω] … Dictionary of Greek
φαντασιώδης — ες / φαντασιώδης, ῶδες, ΝΑ [φαντασία] 1. ο γεμάτος με φανταστικές εικόνες, γεμάτος με αποκυήματα τής φαντασίας 2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, φανταστικός, ανύπαρκτος 3. (για πρόσ. και πράγμ.) πομπώδης, φανταχτερός νεοελλ. 1. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
Περραιβός, Χριστόφορος — (ψευδώνυμο του Χρυσάφη Χατζηβασίλη, Πάνω Πούρλες Ολύμπου 1773 – Αθήνα 1863). Συνεργάτης του Ρήγα, Φιλικός, αγωνιστής της Επανάστασης του ’21, στρατηγός κατόπιν και αξιόλογος ιστορικός συγγραφέας Γύρω από τη ζωή του, τη δράση του και το συγγραφικό … Dictionary of Greek